Μιά φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα Ον, ο Έλληνας.
Λένε οτι ήταν πολύ έξυπνος γιατί μιλούσε συνεχώς
και ήξερε τα πάντα. Λάτρευε την θεά ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
και είχε πολλές πόλεις που όλες τις έλεγαν ΑΘΗΝΑΙΣ.
Ήταν πάντα γελαστος χαρούμενος και ήρεμος.
Οι δύο θεές η ΗΠΑ και η ΕΥΡΩΠΗ που τον αγαπούσαν
πολύ, μετέτρεπαν σκοτεινούς φιλόδοξους ανθρώπους
που τους έλεγαν ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, σε Αγγέλους και κατα
τακτά χρονικά διαστήματα τους έστελναν στον Έλληνα
για να τον υπηρετούν και για να τον προστατεύουν.
Και αυτός ήρεμος καλοπερνούσε σάν θεός στα σύννεφα.
Ομως η καλοπεραση και η χλιδή μέσα σε λίγα χρόνια
τον κατήντησαν κοιμισμένο, άβουλο, και τεμπέλη.
Δέν πρόσεχε πλέον τίποτε ούτε κάν ποιός διοικούσε
την χώρα του. Γι'αυτό και η θεά ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ έφυγε
θυμωμένη απο όλες τις ΑΘΗΝΑΙΣ και δέν ξαναγύρισε.
Αυτός όμως δέν στεναχωρέθηκε διόλου. Ήταν ανώτερος
και απο τους θεούς γιατί είχε την μαγική ικανότητα
να φτιάχνει όνειρα, πολυτελή παραμύθια και να ζεί
μέσα σε αυτά. Έτσι απέφευγε να αντιμετωπίσει τους
θεούς, τους εχθρούς, αλλα και την πραγματικότητα.
Απ'όσο λένε οι μύθοι, η θεά ΕΥΡΩΠΗ και η θεά ΗΠΑ
του είχαν δώσει ενα θεϊκό μηχάνημα το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
που είχαν φτιάξει οι θεοί ΝΤΟΛΑΡΣ και ΕΥΡΟΣ. Αυτό
το μηχάνημα που έβλεπε και μπορούσε να φτιάξει και
να χαλάσει τον κόσμο όλον, ο Έλληνας του ζητούσε
ότι επιθυμούσε και αυτό το εμφάνιζε με μαγικό τρόπο.
Όμως μιά μέρα το έτος 2010 (δύο χρονια πρίν φθάσουν
οι Έψιλον στην Γή), ένας δυνατός θόρυβος τον έβγαλε
βίαια απο το όνειρό του.
Ήταν το στομάχι του που γουργούριζε πολύ δυνατά.
Πεινούσε. Το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ δέν του εκπλήρωνε πλέον
τις επιθυμίες και κάθε φορά που προσπαθούσε να του
ζητήσει κάτι εκείνο έβγαζε φωτιές και αστραπές που
έφθαναν μέχρι τον ουρανό. Απελπισμένος κοίταξε γύρω
του όλους τους άλλους Έλληνες. Όλοι κινούταν νωχελικά
αγουροξυπνημένοι απο τον βαθύ λήθαργο και με απορρία
κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Τα στομάχια γουργούριζαν,
τόσο δυνατά που ο θόρυβος απο όλες τις ΑΘΗΝΑΙΣ έφθασε
στα αυτιά της ΕΥΡΩΠΗΣ και της ΗΠΑ οι οποίες θελησαν
να βοηθήσουν. Ομως η εξαδέλφη τους η θεά ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
θυμωμένη τις ανάγκασε να δεχθούν τον δικό της όρο :
Να υπακούσουν, να υποταχθούν και να δεχθούν όλοι οι
Έλληνες ως θεά τους την κακιά της κόρη την ΔΟΥΛΙΑ.
Οι Έλληνες σε ΜΟΝΟΔΡΟΜΟ και μή έχοντας άλλη επιλογή
απο αυτή της ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ εδέχθησαν και μόνον τότε οι
θεές κάλεσαν με χαρά τους μάστορες θεούς τον ΝΤΟΛΑΡΣ
ο οποίος γέμισε πολλές απο τις ΑΘΗΝΑΙΣ και το ΑΙΓΑΙΟ
με ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΠΗΓΕΣ και τον ΕΥΡΟ ο οποίος γέμισε τις
υπόλοιπες ΑΘΗΝΑΙΣ με ΟΡΥΧΕΙΑ.
Ο αστείρευτος πλούτος απο τις ΑΘΗΝΑΙΣ χαροποίησε την
ΕΥΡΩΠΗ και την ΗΠΑ τόσο πολύ που έδωσαν την ευλογία
τους την ΜΠΟΝΟΥΣ, σε κάθε έναν ΠΟΛΙΤΙΚΟ
που υπηρέτησε και βοήθησε σημαντικά τον Έλληνα.
Όλοι λοιπόν αυτοί οι ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
περάσαν ζωή χαρισάμενη και έφθασαν σε βαθύ γήρας.
Ο Έλληνας όμως υπο το άγρυπνο και βλοσσυρό βλέμμα
της θεάς ΔΟΥΛΙΑΣ το μόνο που του απέμεινε ώς ανταμοιβή
ήταν ένα ψωμί κάθε μέρα. Αυτό που του το έδειχνε και
το κράδαινε ειρωνικά ο επιστάτης. Και ο κάθε Έλληνας
ήξερε οτι για να το κερδίσει θα έπρεπε να εργαστεί
ασταμάτητα μία ολόκληρη ημέρα στην αυλή που κάποτε
ήτανε δική του περιουσία, αλλα με την διαφορά οτι ακόμη
και σήμερα παράγει πετρέλαιο, διαμάντια, ουράνιο, χρυσό
για εμάς, τους εκλεκτούς του δικού μας θεού.
Γι'αυτό ζούμε εμείς καλά
και οι υπόλοιποι σαν Έλληνες.
Νάνι τώρα και ύπνο ελαφρύ.
Όχι βαρύ και βαθύ σαν εκείνον του Έλληνα.